εύκλεια

εύκλεια
Αρχαιοελληνική θεότητα που λατρευόταν κυρίως στην Αθήνα. Είχε κοινό ναό με την Ευνομία, χτισμένο με τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Βωμοί και αγάλματά της υπήρχαν στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα, στην Κόρινθο, στους Δελφούς κ.α. Στον βωμό της θυσίαζαν όσοι μνηστεύονταν. Στον ναό της στη Θήβα είχαν ταφεί οι κόρες του Αντίποινου, Ανδρόκλεια και Αλκίδα, επειδή είχαν σώσει την πατρίδα. Το άγαλμά της ήταν έργο του Σκόπα. Ναός της υπήρχε και στις Πλαταιές. Εκεί βρισκόταν ο τάφος του Ευχίδας, που είχε φέρει από τους Δελφούς το ιερό πυρ και είχε πεθάνει από τη μεγάλη κούραση. Στη Δήλο τελούσαν προς τιμήν της θεάς τα Εύκλεια.
* * *
(I)
η (ΑΜ εὔκλεια, Α και εὐκλεία, επικ. τ. ἐϋκλείη, επιγρ. εὐκλεΐη) [ευκλεής]
καλή φήμη, δόξα («ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν», Σοφ.)
μσν.
(σε προσφωνήσεις εκτίμησης και σεβασμού) η τιμή, η εντιμότητα, η σεβασμιότητά σου («τῆς σῆς θεοφρουρήτου εὐκλείας», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. ως προσωποποίηση τής δόξας
2. ως επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος στη Βοιωτία και αλλού («τοῡ ναοῡ δὲ τῆς Εὐκλείας Ἀρτέμιδος», Παυσ.).
————————
(II)
εὔκλεια, τὰ (Α) [ευκλεής]
επιγρ. εορτή προς τιμήν τής Ευκλείας Αρτέμιδος στη Δήλο και στους Δελφούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐκλεία — εὐκλείᾱ , εὔκλεια good repute fem nom/voc/acc dual εὐκλείᾱ , εὔκλεια good repute fem nom/voc/acc dual (ionic) εὐκλείᾱ , εὔκλεια good repute fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκλείᾳ — εὐκλείᾱͅ , εὔκλεια good repute fem dat sg (attic doric aeolic) εὐκλείᾱͅ , εὔκλεια good repute fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐκλεία — Εὐκλείᾱ , Εὐκλεία good repute fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐκλείᾳ — Εὐκλείᾱͅ , Εὐκλεία good repute fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔκλεια — good repute neut nom/voc/acc pl Εὐκλεία good repute fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυκλείᾳ — ἐυκλείᾱͅ , εὔκλεια good repute fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκλεια — good repute fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκλείας — εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem acc pl εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem gen sg (attic doric aeolic) εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem acc pl (ionic) εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκλείαι — εὐκλείᾱͅ , εὔκλεια good repute fem dat sg (attic doric aeolic) εὐκλείᾱͅ , εὔκλεια good repute fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐκλείας — Εὐκλείᾱς , Εὐκλεία good repute fem acc pl Εὐκλείᾱς , Εὐκλεία good repute fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”